- παρηγορικῶς
- παρηγορικόςencouragingadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρηγορικός — ή, ό / παρηγορικός, ή, όν, ΝΑ [παρήγορος] νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός θεραπευτικής μεθόδου που αποβλέπει στην ανακούφιση τών συμπτωμάτων ενός ασθενούς, η κατάσταση τού οποίου δεν επιδέχεται αιτιολογική θεραπεία 2. φρ. «παρηγορικό ελιξίριο… … Dictionary of Greek